υπνωτίζω — υπνωτίζω, υπνώτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπνωτίζω — υπνώτισα, υπνωτίστηκα, υπνωτισμένος 1. αποκοιμίζω κάποιον με τεχνητά μέσα, με ύπνωση. 2. μτφ., κάνω κάποιον τυφλό όργανο των θελήσεών μου, τον αφιονίζω. 3. μτφ., βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις, τον αποκοιμίζω. 4. το παθ., υπνωτίζομαι είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
υπνωτιστής — ο, θηλ. υπνωτίστρια, Ν άτομο που μπορεί να υπνωτίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνωτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπνωτισταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά] … Dictionary of Greek
υπνωτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνωτιστή ή στον υπνωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπνώτιση — η, Ν [υπνωτίζω] 1. η πρόκληση τεχνητού ύπνου, ύπνωση 2. μτφ. το να μεταβάλλει κανείς κάποιον σε άβουλο όργανό του … Dictionary of Greek
μαγνητίζω — μαγνήτισα, μαγνητίστηκα, μαγνητισμένος 1. μετατρέπω κάτι σε μαγνήτη. 2. μτφ., γοητεύω, θέλγω, υπνωτίζω: Τα μάτια της μας μαγνήτισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)